- θηρόβορος
- θηρόβορος, -ον (Α)1. αυτός που κατασπαράχθηκε από άγρια θηρία2. αυτός που γίνεται από θηρία («θηρόβορος θάνατος», Μανέ θ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)-* + -βορος (< βορά < βι-βρώ-σκω), πρβλ. θυμο-βόρος, σαρκο-βόρος].
Dictionary of Greek. 2013.